Γράφει ο Παναγιώτης Δούμας
Ήταν πραγματικά σοκαριστική η είδηση ότι σήμερα το πρωί ένας 77χρονος αυτοπυροβολήθηκε στην Πλατεία Συντάγματος. Η πρώτη σκέψη που σου ‘ρχεται είναι ότι συνήθως οι αυτόχειρες είναι νεωτέρας ηλικίας. Δεν είμαι ούτε ψυχίατρος ούτε ψυχολόγος, αλλά πιστεύω ότι η συγκυρίες μας έχουν κάνει όλους λίγο έως πολύ επιστήμονες στην ψυχανάλυση. Ψυχαναλύουμε τους φίλους και συντρόφους μας, το προσωπικό ή το αφεντικό μας, τους πολιτικούς μας, τους δασκάλους και τους μαθητές μας. Σίγουρα περισσότερο από ποτέ.
Από την άλλη, μάθαμε όλα αυτά τα χρόνια να αντιμετωπίζουμε πολλές καταστάσεις με περίσσια ανοχή και να αφιερώνουμε χρόνο, σκέψη και χρήμα – πολύ συχνά – στο να ψυχαναλύουμε το απαράδεκτο, το παράνομο, το ανήθικο και το μεμπτό. Και την ίδια στιγμή δεν δίναμε ανάλογη προσοχή στο πραγματικά ορθό, στο ηθικό και στο θετικό. Φορείς αυτών των αρετών υπήρξαν πολλοί άνθρωποι, που σήμερα διανύουν το ναδίρ του περάσματός τους απ’ αυτόν τον κόσμο, που έμαθαν να ζουν με αρχές, με αξίες, μακριά από την εξιδανίκευση του μπαταχτσή, που στις μέρες μας απολαμβάνει της υποστήριξης πολλών Ελλήνων, ανεξαρτήτων και μη.
Ένας τέτοιος πιθανότατα ήταν και ο 77χρονος, που όπως γράφτηκε, αυτοκτόνησε για να μην αφήσει χρέη στα παιδιά του. Δεν ξέρω από πού προκύπτει αυτό, πάντως μάλλον επρόκειτο για έναν από αυτούς τους «βλάκες» που μια ζωή πλήρωναν στην ώρα τους, που φασούλι το φασούλι έφτιαξαν μια μικρή περιουσία για να αφήσουν στα παιδιά τους και που την είδαν από τη μια στιγμή στην άλλη να κινδυνεύει να χαθεί από τον φορομπηχτισμό, από τα χαράτσια και από την σχόλη κάποιων να σωθούν οι κηφήνες και τα λαμόγια που τους ψηφίζουν.
Σήμερα θα βγουν διάφοροι να θρηνήσουν τον φουκαρά αυτό και θα μιλήσουν για μνημόνια και αντιμνημόνια, για φαύλους και για απατεώνες. Εγώ πάλι θα τολμήσω να εικάσω ότι ο άνθρωπος αυτός έγινε θυσία στον βωμό του ταξικού – εν τέλει – μίσους που οδήγησε στην ποινικοποίηση της τίμιας προκοπής και στην δικαίωση του μπαταχτσή. Το δε χέρι του δεν το όπλισε ούτε η ανέχεια ούτε η χρεοκοπία, αλλά πιθανότατα η ντροπή. Η ντροπή που δεν νιώθει ο Φωτόπουλος, που μετά το φαγοπότι μας απειλεί ότι θα αυτοκτονήσει. Άντε λοιπόν…
Κε Δούμα, σας εκτιμώ, παρότι διαφωνώ ριζικά με την πολιτειακή μετάφραση του, ομολογουμένως αγνού, εθνικισμού σας. Παρόλα αυτά θεωρώ πως στο σημερινό σας άρθρο “αριστερίσατε” υπέρ το δέον, εννοώντας μια διακριτή αίσθηση συναισθηματισμού και, καλόπιστης πάντα, προσπάθειας ιδεολογικής ερμηνείας και προβολής πάνω στην επικαιρότητα. Ένοχοι οι Φωτόπουλοι και οι κακοί κρατιστές κατ’ εσάς, ένοχοι οι αιμοβόροι καπιταλιστές και τα μονοπώλια για τους άλλους. Μήπως θα ήταν πιο συνετό να ομολογήσουμε το αυτονόητο πως ένοχη είναι η κοινοβουλευτική δράκα που επί 38 συναπτά έτη ξεπουλά την πατρίδα; Ένοχοι δεν είναι μόνο αυτοί που βάζουν χαράτσια- ειρήσθω εν παρόδω εξαιρετική η ανάγνωση του μείζονος αυτού θέματος από τα Επίκαιρα αυτής της εβδομάδος, ένοχοι είναι κι αυτοί που τους στηρίζουν έμπρακτα, πολλώ δε μάλλον όταν τη στήριξή τους αυτή την βαπτίζουν πατριωτική ανάγκη και επιταγή.
P.S. Επειδή συμμερίζομαι απολύτως την ιδέα της “τίμιας προκοπής”, θα με ενδιέφερε πολύ μια προοπτική ανάλυσής της μέσα από το πρίσμα του αποχαλινωμένου διεθνιστικού φιλελευθερισμού που διακονεί η ΕΕ και εμείς ως πατριώτες οφείλουμε να υποστηρίξουμε. Καλό σας βράδυ.
Υπό την έννοια ότι ο συναισθηματισμός στον δημόσιο διάλογο και στην αρθρογραφία είναι ίδιον ή μάλλον εργαλείο της αριστεράς, θα συμφωνήσω. Για τον λόγο αυτό άλλωστε δεν έχω και σε μεγάλη υπόληψη αυτό μου το κείμενο. Απλά αποτύπωσα με κάθε ειλικρίνεια τους συνειρμούς που μου γέννησε η αυτοχειρία αυτού του ανθρώπου, καθ’ ότι συνομήλικά του πρόσωπα από το συγγενικό μου περιβάλλον μού μιλούν τελευταία όλο και συχνότερα για αυτοκτονία, μόνο και μόνο λόγω της ντροπής που νιώθουν.
Η μεταπολιτευτική κοινοβουλευτική δράκα είναι όμως απλά συν-υπεύθυνη. Ακαταλόγιστο στον λαό εγώ δεν χαρίζω, πολλώ δε μάλλον όταν και εγώ συμμορφώνομαι στις συνέπειες πράξεων που δεν έκανα. Αυτό είναι άλλωστε και το τίμημα του κοινοβουλευτισμού. Τώρα, αν ο κοινοβουλευτισμός μπορεί να αποτελεί μετάφραση κάποιου εθνικισμού, η απάντηση είναι «Ναι», αλλά αυτό είναι μία τεράστια συζήτηση, η οποία ξεκίνησε το 1974 και δεν θα τελειώσει ποτέ. Δεν νομίζω ότι έχουμε πια την πολυτέλεια για τέτοιες συζητήσεις.
Ελπίζω όμως κάποια μέρα να ανοίξει μία συζήτηση σχετικά με το γεγονός ότι οι πολιτικές επιλογές, όσο σημαντικές ή αμφιλεγόμενες και αν είναι, θα είναι πάντοτε για την ιστορία εφήμερες, όσο εφήμερος είναι και ο λαός έναντι του αιωνίου έθνους.