Αρθρογραφία

Πλαστικό χρήμα και… πλαστικές κούκλες

Παναγιώτης Δούμας / Τετάρτη, 19 Απριλίου 2017

Πρώτος ο γράφων, εδώ και αρκετά χρόνια, είχε εγκωμιάσει τα οφέλη του πλαστικού χρήματος και των «online» διατραπεζικών συναλλαγών και πληρωμών. Η χρήση τους τότε ήταν περιορισμένη και εσυρρικνούτο εν μέσω κρίσεως, με τις πιστωτικές κάρτες καταχρεωμένες και τους τραπεζικούς λογαριασμούς άδειους ή χρεωστικούς.

Το πλαστικό χρήμα θα μπορούσε να είναι ο βασικός πυλώνας ενός δικαίου φορολογικού συστήματος. Θα μπορούσε να είναι η γέφυρα μίας ισότιμα κατανεμημένης ρευστότητος ανάμεσα στον πολίτη, το κράτος και τις τράπεζες και να ελαχιστοποιήσει τους κινδύνους φυσικής διακινήσεως μετρητών από φυσικά και νομικά πρόσωπα.

Το σκεπτικό αυτό απέχει μακράν από τις σημερινές πρακτικές, αλλά και από τις προτάσεις που κατατίθενται από την αυριανή κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ελέω « capital controls», εξαναγκάζει τους πολίτες να κάνουν χρήση ηλεκτρονικών μέσων για τις πληρωμές τους, ενώ με διάφορα επί μέρους «εργαλεία» εγκλωβίζει το «ηλεκτρονικό χρήμα» των πολιτών και τις καταθέσεις τους, περιορίζοντας συγχρόνως το δικαίωμά τους να χρησιμοποιούν φυσικό χρήμα.

Εν παραλλήλω, μια ολόκληρη «βιομηχανία» εκμεταλλεύσεως της συγκυρίας αυτής έχει αναπτυχθεί, καθοδηγούμενη από μία ιδιάζουσα συντεχνία κράτους και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, στα οποία πέραν των τραπεζών συγκαταλέγονται και οι ελληνικές πύλες πληρωμών. Μία μάλιστα εξ’ αυτών – κατά διαόλου σύμπτωση – είχε ξεκινήσει την γιγαντιαία διαφημιστική της καμπάνια έναν μήνα προ του διαγγέλματος του Αλέξη Τσίπρα, στις 28 Ιουνίου του 2015, με το οποίο εγκαινιάστηκε ουσιαστικά η «βιομηχανία» αυτή.

Εκατομμύρια χρεωστικές και προπληρωμένες κάρτες (5 ευρώ η μία χρεώνονται), μηχανήματα POS (από 100 έως και 500 ευρώ έκαστο), πύλες ηλεκτρονικών πληρωμών (με εξωπραγματικές προμήθειες), υπηρεσίες ταχυμεταφορών που παραδίδουν εξοπλισμό και κάρτες, καθώς και τηλεπικοινωνιακά προϊόντα και εξοπλισμός, προσαρμοσμένα στις ανάγκες των ηλεκτρονικών συναλλαγών, απαρτίζουν σε μεγάλο βαθμό την ανθούσα διάσταση της ελληνικής οικονομίας, η οποία κατά τα άλλα παραπαίει. Μαζί με αυτά, μία πληθώρα προσφορών, προϊόντων και υπηρεσιών διατίθενται δίπλα ακριβώς στο κουμπάκι που διακινεί το χρήμα με τόση ευκολία μέσω e–bankingκαι άλλων παρομοίων πλατοφορμών.

Χαρακτηριστικό είναι ότι ο τζίρος από συναλλαγές μέσω τερματικών POS αυξήθηκε κατά την τελευταία διετία κατά 136%, ενώ δεν είναι ξεκάθαρο το ύψος του τζίρου ή του κέρδους που απέδωσε η παράλληλη αγορά των μηχανημάτων POS (κάποτε διετίθεντο δωρεάν από τις τράπεζες), οι συνδρομές σε τηλεπικοινωνιακά προϊόντα, τα εισιτήρια και οι υπηρεσίες που μεταπωλούνται από τις πύλες πληρωμών και προπληρωμένων καρτών, οι couriers, καθώς και οι προμήθειες από διατραπεζικές συναλλαγές και ηλεκτρονικές πληρωμές.

Σε μία πρώτη ανάγνωση, το χρήμα κινήθηκε, θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν – ένας τεράστιος μηχανισμός υποστήριξης έπρεπε να δημιουργηθεί για να υποστηρίξει όλη αυτήν την κίνηση και η «διαφάνεια» περιχαρακώθηκε, αφού η έννοια του τραπεζικού απορρήτου ανήκει στην ιστορία. Μοιραία, στη θέα και των ανωτέρω αριθμών, κάποιοι θριαμβολόγησαν. Γι’ αυτούς, «οι αντιστάσεις του κόσμου εκάμφθησαν» και «το πλαστικό χρήμα μπήκε για πάντα στη ζωή μας». Κι όμως, αυταπατώνται.

Το πλαστικό χρήμα στην Ελλάδα χρησιμοποιείται εξ’ ανάγκης. Αν δεν ήταν τα «capital controls», ουδείς θα το χρησιμοποιούσε. Πολλώ δε μάλλον, ουδείς θα εμπιστευόταν τα χρήματά του στις τράπεζες όταν μάλιστα αυτές μόνον να παίρνουν θέλουν από αυτή τη διαδικασία, διατηρώντας τις προμήθειές τους σε υψηλότατα ποσοστά. Όσοι διαθέτουν μετρητά τα έχουν αποσύρει από τους λογαριασμούς τους και παραμένουν ωφελημένοι, καθώς μπορούν με αυτά να διαπραγματευθούν πολύ χαμηλότερες τιμές με τους γδαρμένους από την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία ελευθέρους επαγγελματίες και επιχειρηματίες. Αυτό άλλωστε επιβεβαιώνεται από την συνεχόμενη εκροή μετρητών από τις τράπεζες, η οποία κατά το πρώτο τρίμηνο του 2017 πλησιάζει τα 5 δις και συνεχίζει σταθερά, παρά το υποτιθέμενο «φως στο τούνελ της αξιολόγησης».

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, η εφαρμογή των μέτρων που αφορούν την διακίνηση μετρητών μέσω πλαστικού ή online συναλλαγών αποτελεί ένα ακόμη ημίμετρο, στο ίδιο μήκος κύματος με την αντιμετώπιση του δημοσίου χρέους μέσω του φορομπηχτισμού. Όχι μόνον δεν επιλύει το πρόβλημα της φοροδιαφυγής, αλλά το επιτείνει κιόλας, καθιστώντας μάλιστα την παραοικονομία μονόδρομο, τόσο για τους πολίτες όσο και για τους επαγγελματίες.

Η φοροδιαφυγή, μόνον με μία δίκαιη και σταθερή φορολογική πολιτική μπορεί να αντιμετωπιστεί, μία πολιτική που θα δίνει στους πολίτες την δυνατότητα να διατηρούν ουσιαστικά βιβλία εσόδων και εξόδων για το ιδιωτικό τους νοικοκυριό και να φορολογούνται με βάση το πραγματικό τους εισόδημα – κέρδος. Οι αυτοματισμοί και οι ανελεύθερες πολιτικές μόνον σε αντίθετα αποτελέσματα μπορούν να οδηγήσουν και φυσικά να βαθύνουν και το χάσμα εμπιστοσύνης που χωρίζει τους τρεις βασικούς παίκτες της αγοράς, ήτοι τα νοικοκυριά, τις τράπεζες, τις επιχειρήσεις και το κράτος.

Το πλαστικό χρήμα στην Ελλάδα του 2017 είναι ένα ανέκδοτο, αφού δεν ενέχει το βασικό στοιχείο της πίστεως και εξυπηρετεί ακριβώς το αντίθετο. Είναι ουσιαστικά μία πλαστική κούκλα, από αυτές τις φουσκωτές, με την οποία παίζουν οι φορείς του ελληνικού επαρχιωτισμού, φαντασιωνόμενοι ότι εκσυγχρονίζουν την οικονομία της χώρας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *