Αρθρογραφία

Ναι, στην απείθεια και στο τσιγάρο

Παναγιώτης Δούμας / Δευτέρα, 12 Δεκεμβρίου 2016

Το κάπνισμα είναι μια άθλια και βλαπτική συνήθεια για τον καπνίζοντα και τους γύρω του. Όλοι το ξέρουμε αυτό και κυρίως οι καπνιστές. Δεν είναι λίγες οι φορές που από την πρώτη τζούρα θέλουμε να το σβήσουμε και εξίσου αρκετές οι φορές που ντρεπόμαστε όταν είμαστε οι μόνοι σε μία παρέα που καπνίζουμε. Συχνά, ενδίδουμε στις απαιτήσεις φίλων να το σβήσουμε, διότι ενοχλούνται και υποκρινόμαστε ότι δεν μας πειράζει και μπορούμε να αντέξουμε και χωρίς αυτό. Επιπλέον, βρωμούν τα ρούχα μας, τα γραφεία μας και όλοι οι χώροι όπου καταναλώνουμε καπνό. Οι τοίχοι κιτρινίζουν, τα φυτά μαραίνονται και κάθε μέρα ισχυριζόμαστε ότι από την επομένη θα το κόψουμε. Κατά βάθος όμως, είμαστε θεριακλήδες και μόνο στην σκέψη ότι μας απαγορεύεται να το κάνουμε, θέλουμε να καπνίσουμε μέχρι και τα αποξηραμένα φυτά στο ασημένιο βαζάκι της μαμάς.

Είναι ένα βαρύ αίσθημα ανελευθερίας, αυτό που μας καταλαμβάνει, όταν βρισκόμαστε σ’ έναν χώρο, όπου το κάπνισμα απαγορεύεται. Αυτό δαμάζεται μόνον από την συναίσθηση του δικαιώματος κάποιων άλλων να μην βλάπτονται από την δική μας κακιά συνήθεια. Καλμάρουμε, όταν βρισκόμαστε – εν παραδείγματι – σε μία δημόσια υπηρεσία και δίπλα μας στην ουρά στέκει μία εγκυμονούσα ή μία νέα μητέρα με το βρέφος μας. Το πάθος και η μανία μετατρέπονται σε επιθυμία και περιμένουμε υπομονετικά να τελειώσουμε για να βγούμε έξω να καπνίσουμε.

Τι γίνεται όμως, όταν αποφασίζουμε να χαλαρώσουμε με την επίσης καπνίστρια σύζυγο και διαπιστώνουμε ότι στο αγαπημένο μας εστιατόριο έπεσε καρφωτή, πέρασε η Δημοτική Αστυνομία και ξαφνικά απαγορεύεται αυστηρώς και εμπράκτως το κάπνισμα; Δράμα. Κινάμε για το επόμενο μπαρ, όπου το κάπνισμα επίσης απαγορεύεται, αλλά – όλως τυχαίως – είναι βυθισμένο σε μία βρωμερή τοπικού χαρακτήρος ομίχλη και τη βγάζουμε με ουϊσκάκι, πουράκι και φυστίκια. Το γεύμα αναβάλλεται για την επόμενη εβδομάδα, όταν η σχετική απαγόρευση θα εφαρμόζεται… όπως παλιά.

Η Ελλάδα είναι μια χώρα, όπου η εν λόγω απαγόρευση δεν κατάφερε με τίποτε να εφαρμοστεί, εν αντιθέσει με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου η απαγόρευση έχει επεκταθεί και στους υπαίθριους χώρους των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος. Ο λόγος είναι απλός: Κατά βάθος είμαστε φιλελεύθερα πνεύματα κι αν είναι κάτι που δεν ανεχόμαστε να καταπιέζεται είναι το θεριακλίκι μας. Το πάθος μας. Και για να είμαι πιο σαφής: Δεν ανεχόμαστε να καταπιεζόμαστε χωρίς λόγο. Διότι χωρίς ουσιαστικό λόγο απαγορεύεται το κάπνισμα στους χώρους εστιάσεως. Και είναι πρωτάκουστο το κράτος να στερεί την δυνατότητα στους επιχειρηματίες της εστιάσεως να διαθέτουν τους χώρους τους προς κατανάλωση ενός καθ’ όλα νομίμου και εξαιρετικά προσοδοφόρου για την οικονομία μας προϊόντος. Στο κάτω-κάτω, ας απαγορεύσει το προϊόν και όχι την συνήθεια.

Κι όμως, εισάγοντας το ανόητο αυτό, ιδεοληπτικό και πολιτικώς ορθό μέτρο, κάποιοι πίστεψαν ότι θα κτυπήσουν την «κοινωνική αυτή αδικία» εις βάρος των μη-καπνιστών και συγχρόνως θα επιτελέσουν και θεάρεστο έργο υπέρ της υγείας ενεργητικών και παθητικών καπνιστών. Οκτώ χρόνια κλείνουμε φέτος από την αρχική εφαρμογή της απαγόρευσης επί Καραμανλή και το μόνο που θυμίζει τον αντικαπνιστικό εξευρωπαϊσμό μας είναι τα αυτοκόλλητα με το απαγορευτικό, τα οποία είναι το πρώτο πράγμα που αγοράζει κάθε νέα επιχείρηση στην ραγδαία αναπτυσσόμενη βιομηχανία της εστίασης. Με τα χρόνια, θα αντικαταστήσει τα αυτοκόλλητα πολλές φορές, καθώς αυτά από τον πολύ καπνό κιτρινίζουν και στο τέλος ξεκολλούν από τα τζάμια και τους τοίχους.

Τότε βέβαια, το 2008 τα πράγματα ήταν πιο φυσιολογικά, καθώς ο νομοθέτης προσέφερε την δυνατότητα στους ιδιοκτήτες μικρών καταστημάτων να επιλέγουν αν θα είναι για καπνιστές ή μη-καπνιστές, ενώ στις μεγαλύτερες αίθουσες προβλεπόταν διαχωρισμός σε χώρους και για τις δύο κατηγορίες πελατών. Αποτέλεσμα; Ελάχιστοι έως και κανένας δεν επέλεξαν να χαρακτηρίσουν την επιχείρησή τους «για μη-καπνιστές» – όσοι το έπραξαν το μετάνιωσαν πικρά – και φυσικά οι χώροι μη-καπνιστών στα μεγαλύτερα καταστήματα αράχνιαζαν, λόγω του συνήθους συμβιβασμού των μη-καπνιστών στις πιέσεις των καπνιστών φίλων τους, ακόμη και όταν αυτοί ήταν λιγότεροι. Όλοι αντιλαμβάνονται, ότι η εστίαση είναι ψυχαγωγία και άρα είναι απαράδεκτο να καταπιέζεις τον άλλον. Όταν η θέληση των μη-καπνιστών επικρατήσει, τότε νομίζω ότι όλοι γνωρίζουμε τι θα γίνει: τα μπαράκια και οι καφετέριες για μη-καπνιστές θα αρχίσουν να φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια. Χωρίς νόμους και χωρίς ντιρεκτίβες. Και τα ντουμάνια θα περιθωριοποιηθούν σαν τις ντισκοτέκ που βλέπαμε σε βιντεοταινίες του ’80 με τον Γαρδέλη και τον Μιχαλόπουλο.
Η εμπειρία λοιπόν μέχρι σήμερα επιβεβαιώνει αυτό που ο μη-καπνιστής Μάκης Βορίδης έλεγε αγορεύοντας στην βουλή προ της ψηφίσεως του αρχικού νόμου, ότι υπάρχει «μια γενικότερη συναίνεση μέσα στην αγορά και μέσα στην κοινωνία, που λέει ότι δεν έχουν ενδιαφέρον τελικώς οι μη καπνιστές, να απαιτήσουν και να διεκδικήσουν και να επιβάλλουν με την καταναλωτική τους συμπεριφορά την ύπαρξη καταστημάτων αποκλειστικά για μη καπνιστές.[…] Μας λέει ότι οι αντικαπνιστές ή οι μη καπνιστές, δεν έχουν ισχυρά αιτήματα σε επίπεδο καταναλωτικό, για να επιβάλλουν αυτή τη ρύθμιση στην αγορά.» Οκτώ χρόνια μετά, αυτό δεν έχει συμβεί παρά την ύπαρξη απαγορευτικού νόμου και παρά τις παροδικές αστυνομικού χαρακτήρος πιέσεις από την τοπική αυτοδιοίκηση.

Θα πρέπει λοιπόν να καταλάβουμε – και δεν αφορά μόνον τους νόμους για το κάπνισμα αυτό – ότι όσα μας υπαγορεύονται από τις Βρυξέλλες δεν διαθέτουν ούτε το αλάνθαστο, αλλά ούτε και το απόλυτα συμβατό με την δική μας κοινωνία. Το γεγονός ότι πρέπει να συμμορφωνόμαστε στις απαιτήσεις τους εις ό,τι αφορά την συγκέντρωση και απόδοση όσων τους χρωστούμε, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να υιοθετούμε και να επιβάλλουμε όλες τις άρρωστα ανελεύθερες ιδεοληπτικές ντιρεκτίβες, που εν τέλει επιβαρύνουν και την οικονομία μας. Οι νόμοι για το κάπνισμα πρέπει να χαλαρώσουν και η απαγόρευσή του στους χώρους ψυχαγωγίας πρέπει άμεσα να αρθεί. Η εστίαση είναι το αποκούμπι κάθε ανέργου και κάθε χρεωκοπημένου επιχειρηματία σε μία στενάζουσα αγορά. Εκεί που τα ρουχάδικα και τα παπουτσάδικα κλείνουν το ένα μετά το άλλο, ανοίγουν μπαράκια και καφετέριες, ενώ οι προμηθευτές τους αναπτύσσονται, προσφέροντας δουλειά σε πολύ κόσμο και άφθονα έσοδα για το κράτος. Ποιο το κέρδος να καταπιέζεις λοιπόν αυτές τις επιχειρήσεις και τους πελάτες τους και να συμπιέζεις τα έσοδά τους, αλλά και τα δικά σου;

Η επιθυμούμενη «λογική», η αυτοσυντήρηση και ο σεβασμός προς τον διπλανό σου δεν επιβάλλονται άλλωστε με νομικούς αυτοματισμούς, αλλά καλλιεργούνται μέσα από το σπίτι, το σχολείο και την ίδια την κοινωνία. Την επόμενη φορά λοιπόν που οι νομοθέτες θα κληθούν να απαγορέψουν κάτι, ας αναρωτηθούν πρώτα, αν οι ίδιοι μπορούν να συμμορφωθούν σε τέτοιους αυστηρούς κανόνες, ξεκινώντας λίγα μέτρα πιο πέρα από το μέρος που αβασάνιστα καταθέτουν την ψήφο τους: Στο κυλικείο της Βουλής, όπου οι απαγορεύσεις αυτές δεν εφαρμόστηκαν παρά μόνο παρουσία φωτογράφων και τηλεοπτικών καμερών, όποτε υπήρχε κάποιος που θα τους ζητούσε να τηρούν τα προσχήματα.

Αν πιστεύουμε πραγματικά σε αυτό που ο ίδιος ο Εθνικός μας Ύμνος εξυμνεί πρέπει να επιδείξουμε απείθεια απέναντι σε όλες αυτές τις άρρωστες συνταγές εξανδραποδισμού της ίδιας της ψυχής μας. Το κάπνισμα είναι μόνον ένα παράδειγμα. Κακό ίσως και δύσοσμο. Κάποιοι άλλοι κατήργησαν την ίδια την Συνθήκη του Σένγκεν το περασμένο καλοκαίρι. Δεν μας έχω όμως για τόσο μάγκες. Συγγνώμη. Ας ξεκινήσουμε από τα απλά.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *