Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι σαφής.Τοποθετεί το κόμμα που κτίζει στην Κεντροδεξιά.Τι είναι όμως τελικά η «Κεντροδεξιά»; Και μπορεί αλήθεια να υπάρξει χωρίς να ενέχει την Δεξιά; Ρητορικό το ερώτημα, καθώς το κέντρο στις μέρες μας δεν έχει ιδεολογία. Το έγραψε και ο Δημήτρης Τσοβόλας σε πρόσφατο άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών, μόνο που αυτός το θεωρεί ωραιοποιημένη μορφή του καπιταλισμού. Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική έχει μεγάλη σχέση με τα μαθηματικά και όταν εις εκ των παραγόντων είναι το μηδέν τότε και το γινόμενο είναι μηδενικό.
Τα πράγματα είναι πολύ απλά: Το ιστορικό κέντρο ξεκίνησε να υπάρχει από τότε που κάποιοι πολιτικοί αποφάσισαν εκφράζουν τις ιδέες τους όχι με παρρησία αλλά με μία υποτιθέμενη μετριοπάθεια, που ως μοναδικό σκοπό είχε απλά να προσελκύσει εν συγχύσει ψηφοφόρους του αντιπάλου, παραμένοντας ωστόσο πάντοτε αφοσιωμένοι στην παραδοσιακή τους εκλογική βάση. Το σημερινό κέντρο είναι οι ίδιοι οιεκουσίως ή ακουσίως εν συγχύσει τελούντες, που συνθέτουν το απόσταγμα των παλαιοκομματικών δυνάμεων του τόπου, υποδυόμενοι άλλοτε τους δεξιούς και άλλοτε τους αριστερούς, παραμένοντες ωστόσο πάντοτε πιστοί στο «τίποτε» που εκπροσωπεί η τσέπη τους.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που Μητσοτάκης, Θεοδωράκης και Φώφη τοποθετούνται στο κέντρο κλείνοντας ο ένας το μάτι στον άλλον, διεκδικώντας από κοινού την εξουσία. Δεν είναι τυχαίο που και οι τρεις αυτοί αποτελούν φυσικά τέκνα του καταστροφικού μεταπολιτευτικού κατεστημένου. Ο ένας γιος πρωθυπουργού της Ν.Δ., η άλλη κόρη υπουργού του ΠΑΣΟΚ και ο τρίτος παιδί της αριστεράς του χαβιαριού που γεννήθηκε από τα αστρονομικά μισθολόγια κρατικών οργανισμών, όπως η ΕΡΤ. Και φυσικά, δεν είναι τυχαίο ότι το κοινωνικό υποκείμενό τους είναι οι αμετανόητοι θήτες του ελληνικού λαού, οι βολεμένοι που άλλοτε στήριζαν το ΠΑΣΟΚ, άλλοτε την ΝΔ και τώρα τον ΣΥΡΙΖΑ.
Όλοι μαζί συνθέτουν μία μεγάλη ιδεολογικά άχρωμη και άοσμη παρέα ψηφοφόρων και πολιτικών που πρακτικά δεν έχει τίποτε περαιτέρω να πει, πλην του πώς θα διαφυλαχθούν τα προνόμιά τους διά της εξουσίας.
Η δε δεξιά δεν αξίζει κάτι για τον Μητσοτάκη. Και γιατί άλλωστε; Ο Κυριάκος Μητσοτάκης καθ’ ομολογίαν του δεν είναι δεξιός. Απλά δεν είναι ούτε αριστερός.Το να απευθυνθεί στους δεξιούς προϋποθέτει ιδεολογικά ένσημα και μία πολιτικά κοστοβόρο ιδεολογική πάλη, η οποία δεν ενδιαφέρει έναν απλό γόνο που επανδρώνει την ομάδα του με ανθρώπους που δεν πιστεύουν σε τίποτε άλλο πλην ενός επιχειρηματικού μοντέλου. Με ανθρώπους που ισχυρίζονται ότι η πολιτική δεν είναι πια ιδέες αλλά «μανατζεριλίκι». Προς τούτο και η πρόσφατη δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη σε κοινωνικό δίκτυο: «η μεγάλη μου διαφορά με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι ξέρω πώς θα φέρω επενδύσεις στην Ελλάδα». Μια δήλωση που θα άρμοζε σε στέλεχος πολυεθνικής και όχι σε επίδοξο πρωθυπουργό.
Όσο κι αν κάποιοι λοιπόν δεν θέλουν να το παραδεχθούν, οι προσκολλημένοι στο κέντρο έχουν να μας υποσχεθούν απλά μια επανάληψη του ιδίου έργου. Κι αυτό, διότι θα είναι για πάντα δέσμιοι και όμηροι των καρπών και της παρακαταθήκης του πελατειακού κράτους που αυτοί θέλουν να συντηρούν για να διατηρηθούν στην εξουσία.«Είναι πολλά τα λεφτά» και ενδεχομένως το πολιτικό κόστος για να ασχοληθούν με τις διαρροές προς την αποχή ή προς τα άκρα. Το μόνο που τους συγκινεί είναι η φθηνά εξαγοράσιμη ψήφος των βολεμένων οφατζήδων. Φθηνά γι’ αυτούς, πανάκριβα για τους Έλληνες.
Η Ελλάδα και οι Έλληνες δεν έχουν ανάγκη έναν μάνατζερ που θα φέρει επενδύσεις. Θα μπορούσαν κι από μόνοι τους, αφού οι ίδιοι, αποδίδοντας καθημερινά και την τελευταία ρανίδα του αίματός τους είναι οι μεγαλύτεροι επενδυτές του ελληνικού κράτους και είναι οι δικές τους μετοχές που έχουν απαξιωθεί. Ακριβοπληρωμένες μετοχές ενός χρεωκοπημένου πρωτίστως ηθικά και δευτερευόντως οικονομικά κράτους, που χρίζει εμπνευσμένου ηγέτη και όχι διαχειριστή ή μάνατζερ.
Πέραν αυτού και πολύ περισσότερο, οι Έλληνες χρειάζονται κάποιον που θα προστατεύσει αυτούς, τα παιδιά τους και την περιουσία τους και σίγουρα αυτή δεν είναι μία ιδιότητα που ταιριάζει στο προφίλ αναιμικών αποστειρωμένων χαρτογιακάδων που το λίγο αίμα τους βράζει μόνον όταν έχουν πυρετό, επειδή στην Μύκονο είχε ψύχρα και η μαμά δεν τους είχε βάλει το μωβ φουτεράκι στην βαλίτσα που τους ετοίμασε.